- μαρσίπιο
- το (AM μαρσίπιον και μαρσίππιον, Α και μαρσείπειον και μαρσυπεῑον) [μάρσιπος]μικρός μάρσιποςνεοελλ.καθένας από το ζεύγος δερμάτινων σάκων που αναρτώνται στις δύο πλευρές τής σέλας αλόγουνεοελλ.-μσν.1. βαλάντιο, πουγγί2. σακίδιο στρατιωτών ή οδοιπόρων με το οποίο μεταφέρονται είδη καθαριότητας ή τροφή.
Dictionary of Greek. 2013.